- τριημικοτύλιον
- τρῐημῐ-κοτύλιον [pron. full] [ῠ], τό,A a measure of 1 1/2 cotylae, IG12.842D2, 11(2).287 A54 (Delos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριημικοτύλιον — τὸ, Α [τριημικότυλος] μέτρο που περιέχει μία και μισή κοτύλη … Dictionary of Greek